- νώγαλα
- νώγᾰλ-α, τά,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε … Dictionary of Greek
νώγαλα — dainties neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγάλισμα — τὸ (Α) [νωγαλίζω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλίσματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγαλέος — (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός». επίρρ... νωγαλέως (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα… … Dictionary of Greek
νωγαλίζω — νωγαλιζω (Α) [νώγαλα] νωγαλεύω* … Dictionary of Greek
νωγαλεύω — (Α) [νώγαλα] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα» … Dictionary of Greek